- ἠπιαίνω
- ἠπῐαίνω, ([etym.] ἤπιος)A mitigate, prob. in Arist.Mu.397b1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηπιαίνω — ἠπιαίνω (Α) καταπραΰνω, κατευνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + αίνω (πρβλ. κερδ αίνω < κέρδος)] … Dictionary of Greek
ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… … Dictionary of Greek